κατηχουμένη

κατηχουμένη
κατηχέω
sound over
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
κατηχέω
sound over
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατηχώ — (AM κατηχῶ, έω) 1. διδάσκω σε κάποιον τα βασικά δόγματα και τις ηθικές αρχές τής χριστιανικής θρησκείας («ἵνα τοὺς ἄλλους κατηχήσω», ΚΔ) 2. (γενικά) δασκαλεύω, διδάσκω, μυώ, εισάγω κάποιον νεοελλ. νουθετώ, συμβουλεύω νεοελλ. μσν. επιπλήττω,… …   Dictionary of Greek

  • κατηχούμενος — ο θηλ. κατηχούμενη κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους κατηχούμενοι λεγόντουσαν αυτοί που προπαρασκευαστικά παρακολουθούσαν τη χριστιανική διδασκαλία προτού να μπουν οριστικά στους κόλπους της Εκκλησίας με το βάφτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”